- βιολόγος
- ο, ηο επιστήμονας που ασχολείται με τη βιολογία: Έχει σπουδάσει βιολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιολόγος — one who represents to the life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιολόγος — ο η (βιολόγος) νεοελλ. ο ασχολούμενος επιστημονικά με τη βιολογία αρχ. ο ηθοποιός … Dictionary of Greek
Γιόχανσεν, Βίλελμ Λούντβικ — (Wilhelm Ludvig Johannsen, Κοπεγχάγη 1857 – 1927). Δανός βοτανολόγος και βιολόγος. Έκανε μελέτες γενετικής σε φυτά και επαλήθευσε το γεγονός ότι οι καθαρές σειρές διατηρούν κατά τις διαδοχικές γενεές αμετάβλητα τα όρια της παραλλακτικότητάς τους … Dictionary of Greek
Σπαλαντσάνι, Λάτζαρο — (Spallanzani). Ιταλός βιολόγος και ιερωμένος (1729 1799). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μοδένας (1763) και της Παβίας (1769). Η συμβολή του στην ανάπτυξη της βιολογίας υπήρξε σημαντική, κυρίως με την πειραματική απόδειξη των θεωριών… … Dictionary of Greek
biólogo — (Del gr. biologos.) ► sustantivo BIOLOGÍA, OFICIOS Y PROFESIONES Persona dedicada al estudio de los seres vivos. * * * biólogo, a (del gr. «biológos») n. Especialista en biología. * * * biólogo, ga. (Del gr. βιολόγος). m. y f. Persona que profesa … Enciclopedia Universal
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιολογικός — ή, ό (Μ βιολογικός, ή, όν) νεοελλ. 1. ο σχετικός με τη βιολογία 2. φρ. α) «βιολογικό όπλο» όπλο που χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς (έντομα, μικρόβια) ώστε να προκαλέσει ασθένειες ή το θάνατο σε ανθρώπους, ζώα, φυτά β) «βιολογικός πόλεμος»… … Dictionary of Greek